Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Στο βαπόρι για την Αμέρικα.



 Που λες, εκείνα τα χρόνια πολύς κόσμος έφευγε στην Αμερική να βρει την τύχη του. Και δεν ήταν όλοι φτωχοί που ψάχναν για δουλειά. Ήταν κι άλλοι που ’πρεπε να φύγουν. Να σα ντον Γιάννη. Ήμουν δεν ήμουν δεκατρίο χρονώ και κείνο το βράδυ ότι είχα βγει από τον αργαλειό και τύλιγα το νήμα στη σαΐτα για να γλυτώσω απ’ τις φωνές, όταν άκουσα το χτύπημα στο τζαμιλίκι της πόρτας. Ποτές δεν κατάλαβα γιατί οι πόρτες αυτές είχαν τα τζάμια απέξω και τα ξύλινα παντζούρια από την μέσα μεριά.
Σιγανό χτύπημα, παρακλητικό σα να θελε να μην ακουστεί, σα να το μετάνιωσε την στιγμή που χτύπησε. Άνοιξε την πόρτα πατώντας το ζεμπερέκι(1) και μπήκε απ’ το δρόμο· μικρόσωμος, μαυριδερός, κάτι μου θύμιζε. Κοίταξε κατά τη μάνα μου που είχε προβάλει απ’ την κουζίνα.
-Καλησπέρα θειά μουρμούρισε.
-Καλώς τον Γιάννη αντιγύρισε  η μάνα μου. Πως βρέθηκες βρε τέτοια ώρα εδώ; Τι κάνει η μάνα σου; 
Ξαφνικά τον θυμήθηκα. Ο Γιάννης της Σπύραινας του Δασκαλέα.
Δεν είχε πατέρα, -τ’ ορφανό- λέγανε πίσω απ’ την πλάτη του όταν πέρναγε στο καφενείο. Με την οικογένεια του κρατάγαμε  τη συγγένεια, τριτοξάδερφα, κάτι τέτοιο. Το σπίτι του ήταν σιμά στον πύργο του Μούρτζινου(2)  απ’ την μεριά της μισογκρεμισμένης μάντρας που ανεβαίναμε να σώσουμε(3) κάνα σύκο το καλοκαίρι. Άκουγα που μουρμούραγαν οι δικοί μου, πως ήταν ακουμπισμένοι οι Δασκαλαίοι στους Τρουπάκηδες(4)  αλλά δεν καταλάβαινα τι παναπεί αυτό κι αν είναι κακό.
-Θειά έχεις να με βάλεις πουθενά γι απόψε; Με ψάχνουνε.
-Ωχου τρομάρα μου. Τι πήγες κι έκαμες μωρέ μουρλέ;  Ποίονε  βρε; Άσε, μη μου πεις καλύτερα, να μην τόχω κρίμα στο λαιμό μου. Τι θα κάμομεν τώρα; Αρχίνισε το μοιρολόι και ταυτόχρονα τον άρπαξε απ’ το μπράτσο και τον τράβηξε προς το πορτόνι (5)  που έβγαζε απ’ το πλάι στην κύρια είσοδο με την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στις κάμαρες. Άντε πάνω στο μικρό δωμάτιο δεξιά και θάρθω να σου φέρω ένα σεντόνι . Έχεις φάει τίποτα;  Η μάνα μου ήξερε. Δεν αναρωτήθηκε. Ο γδικιωμός(6) καλά κρατούσε. Χρόνια τώρα οι Δασκαλαίοι είχαν αμάχη με τους Σωτηριάνους.
-Όχι δεν έχω φάει αλλά δεν πάει κάτω τίποτα. Να πάρω μια ανάσα λίγες ώρες και να συνεχίσω θειά . Μόνο λίγο νερό αν μπορείς.
-Σμαράγδω, μου φώναξε  η μάνα μου, αϊ να φέρεις την κανάτα κι ένα ποτήρι για τον Γιάννη. Έφυγα κατά την κουζίνα κι άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει. Ο πατέρας μου είχε τελειώσει το λασκενέ (7) στο καφενείο κι είχε γυρίσει. Χωρίς να χρειαστεί να πάω να τον φωνάξω. Μέσα στον καφενέ δεν έμπαινα Απαγορευμένος τόπος. Ο καφετζής είχε το νου του κι άμα έβλεπε παιδί στην πόρτα πήγαινε πάνω απ’ την πλάτη του γονιού κι ειδοποιούσε μ’ ένα σκούντημα
Με το που πέρασε την πόρτα, κατάλαβε χωρίς να χρειαστούν  λόγια. Κούνησε το κεφάλι για καλησπέρα και πήγε στη θέση του στο τραπέζι αμίλητος. Περίμενε να με τραβήξει  η μάνα μου κατά την κουζίνα κι έπιασε να κουβεντιάζει χαμηλόφωνα με τον μουσαφίρη. Δεν είπανε πολλά. Ο Γιάννης σηκώθηκε και τράβηξε κατά τη σκάλα. Αυτό σήμαινε ελευθέρας. Μπορούσα να επιστρέψω στη σάλα. Κάθισα στο διπλό ντιβάνι πίσω απ’ τον αργαλειό της μάνας μου με τον ξεχειλωμένο σουμιέ που χρησίμευε και ως καναπές . Εκεί παίρναμε και κάνα υπνάκο τα μεσημέρια ή το βραδάκι, πριν ανεβώ για το δωμάτιο. Ξάπλωνα χαζεύοντας την κεντημένη πάντα που κάλυπτε τον τοίχο στο πλαϊνό, κρύβοντας τον πεσμένο σοφά. Τα ιστορημένα με σταυροβελονιά, πάνω στην λινάτσα, λιοντάρια ήταν μέλη της οικογένειας πια, μετά από τόσα χρόνια που κοσμούσαν τον τοίχο. 
Η Νότα πήγε κι έκατσε δίπλα του πιάνοντας το μόνιμο  πλεχτό που πολέμαγε καιρό τώρα. 
-Τι θα κάμομεν Παναγιώτη αναρωτήθηκε φωναχτά ελπίζοντας να δώσει κι η ίδια την απάντηση. Ο γέρος δεν το σκέφτηκε καθόλου.
-Τι να κάμομεν; Να κοιμηθεί απόψε και το πρωί να πάει στην ευχή του Θεού κι όσο πιο μακριά μπορεί γιατί…. Δεν απόσωσε ξέροντας ότι θα ’λεγε τα ίδια και τα ίδια. Το ξέρε το τροπάρι. Το πρώτο φονικό είχε γίνει χρόνια πριν. Ο τελευταίος που είχε χαθεί ήταν ο μπάρμπας του Γιάννη ο αδερφός του πατέρα του, ήσυχος άνθρωπος αλλά βλέπεις η οικογένεια χρώσταγε αίμα. Και τώρα είχε έρθει η σειρά του μικρού να συνεχίσει το γαϊτανάκι .
-Βαλε να φάμε γύρισε στη μάνα μου κι ας λέει ότι δεν θέλει. Πήγαινε του μια μπουκιά ψωμί. Θαναι νηστικός αλλά ντρέπεται. Τον είδα που γύρισε κατά τον τοίχο στο πλάι και κοίταξε τις μπιστόλες.  Τις είχε κρεμασμένες από δυο στραβωμένες χοντρές πρόκες,  διμούτσουνες(9) μπροστογιομή(10) τριάντα χρόνια γεμάτες, έτοιμες. Για την κακιά την ώρα. Δεν τα εμπιστευόταν τούτα τα καινούργια με τους μύλους και τις σφαίρες που  τα βλέπε σε φίλους να τα θαυμάζουν. Πολύ μικρά, γυαλιστερά δεν ήταν σίγουρο ότι θα δούλευαν. Ενώ το μπροστογιομή ότι του βάλεις θα βγάλει, έλεγε και ξανάλεγε.
Έβαλε ένα ποτήρι κρασί έκαμε σταυρό και μου κάνε νόημα.
 -Έλα να κάτσεις να φάμε. Κάθισα απ’ την άλλη πλευρά, δεν ρώτησα , ήξερα ότι  υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να ρωτάνε οι μικρότεροι  Τι κάματε σήμερα, πέταξε για να αλλάξει το κλίμα και να κόψει την κουβέντα για τους Δασκαλιάνους και τις σκοτούρες τους. Γύρισα και του ’δειξα με περηφάνια στον λάκκο(11) το τεντωμένο πανί .
 -Ύφανα κουκουλάρικο(12) και τόμαθα και βγαίνει ίδιο συνέχεια. . Άμα το τελειώσω θα φτιάξω ένα φουστάνι για καλό. Θα περσέψει και για πουκάμισο τον καλόπιασα. Γέλασε κάτω απ’ τα μουστάκια του. 
-Καλά θα δούμε, μουρμούρισε. Τρώγε τώρα να πας για ύπνο, νύχτωσε δεν θα σηκώνεσαι το πρωί. Ήταν η μόνιμη επωδός για να με στείλουν για το κρεβάτι. Άλλες φορές έπεφτε παρακάλιο να μείνω λίγο. Η κουβέντα των μεγάλων και τα απαραίτητα κουτσομπολιά για την γειτονιά ήταν καλύτερα κι από τα παραμύθια της γιαγιάς μου. Τούτη τη φορά όμως καταλάβαινα ότι δεν θα ’παιρνε κουβέντα. Ανέβηκα και ξάπλωσα αλλά ύπνο δεν είχα.
Είχε περάσει ώρα και το χτύπημα στην πόρτα με τίναξε απ’ το στρώμα. Κρεμασμένη στο ξύλινο κάγκελο στο κεφαλόσκαλο, τους είδα να μπαίνουν, καλησπερίζοντας τον πατέρα μου που τους άνοιξε.
-Καλώς τους. Πως τέτοια ώρα από δω; Κάτι απάντησαν κι έκατσαν στο τραπέζι.
Προσεχτικοί, διακριτικοί,  μπορεί να είχαν φονικό μπροστά τους, αλλά το σέβας στον οικοδεσπότη ήταν πάνω απ’ όλα.
-Μπάρμπα Πότη έχουμε χρέος, άκουσα τον μεγαλύτερο. Δεν γίνεται αλλιώς Δεν γυρίζουμε πίσω με αδειανά χέρια Το αίμα σκούζει και βοά.
-Ναι ξέρω, σκίζει λαγκάδια και βουνά αντιγύρισε ο γέρος. Αλλά πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει. Σώνει. Έπρεπε να ‘χουν κανονίσει οι γερόντοι να πάτε σε φτιάξη. Να γενεί ψυχικό(13) Δεν θα μπει τέρμα  ποτές έτσι όπως πάει. Καλά, πέστε τώρα εδώ στο κρεβάτι να βγάλουμε τη νύχτα και άμα φωτίσει  βλέπουμε. Τους άφησε τη λάμπα του πετρελαίου χαμηλωμένη και ανέβηκε στην κάμαρά του.
Έτσι κείνο το βράδυ  κοιμίσαμε το φονιά στο δωμάτιο απάνω και τους αδερφούς του σκοτωμένου κάτω. Αφώτηγα σηκώθηκε ο γέρος, τον κατέβασε από την κλαμπανή(14) στην αυλή, πήδηξε τη μάντρα πίσω απ’ το σπίτι και χάθηκε στο σκοτάδι. Ο γέρος γύρισε ήσυχος στο κρεβάτι του σίγουρος πως οι διώκτες δεν υπήρχε περίπτωση ν’ ανέβουν τη σκάλα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ντροπής απ’ το να μη δείξουν εμπιστοσύνη στον οικοδεσπότη τους. Κοιμόντουσαν κάτω από τις πιστόλες του σίγουροι και ασφαλείς,  την ώρα που ο Γιάννης της Σπύραινας έφτανε στο Πεταλίδι(15) στον μπάρμπα του να κρυφτεί, ξεκινώντας μαύρη ζωή κλεισμένος μέσα, μέχρι να βρει βαπόρι για την Αμέρικα. 

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Γιατί δεν κατάλαβε.


Halt, φώναξε ο σκοπός απ’ το φυλάκιο στη γωνία του στρατοπέδου. Ξέρεις, εκεί στη Λακωνικής.  Ήταν περασμένες οχτώ, αλλά καλοκαίρευε πια και βάσταγε το φως ακόμα. Η απαγόρευση όμως ήταν στις εφτά κι έτσι κουνούπι δεν κυκλοφόραγε.
Η γριά η Λιού, του Λία του Σκαλέα ντε, ζαλωμένη με τον μπόγο που κουβάλαγε απ’ το Πραστίο πέντε ώρες δρόμο και γι’ αυτό σκυφτή, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το νεαρό -σχεδόν παιδί – με το ατσάλινο κράνος χωμένο βαθιά ως τα μάτια και τη γκρίζα μάλλινη στολή, που έχοντας κατεβάσει το αυτόματο απ’ τον ώμο, ξαναφώναξε κάτι σαν γαύγισμα.
Τι να λέει τώρα τρομάρα του; Άσε με στη συφορά μου χριστιανέ μου. Λίγο ακόμα να φτάσω στο μανιατοπάζαρο, να ξαποστάσω.
Άκουσε το μπαμ. Μέσα από τα κλειστά παράθυρα ζούσα κι εγώ όπως κι άλλοι πολλοί,  την ματαίωση της λογικής και την κυριαρχία του παράλογου.  Κανείς δεν κότησε  να βγει. Τη μαζέψαν το πρωί με το κάρο της Δημαρχίας.
Γιατί δεν κατάλαβε.  

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Το τηλεφωνημα


Εννέα παρά δέκα. Έχω ανοίξει τις πόρτες του γραφείου προς την βεράντα ώστε να μπει φρέσκος αέρας, η γραμματέας μου, η Όλγα δεν έχει έλθει ακόμα και απολαμβάνω το τεταρτακι πριν απ’ το μάθημα. Το τηλέφωνο τέτοια ώρα μόνο από κάποια μαμά, που θέλει να δηλώσει ότι το βλαστάρι της θα λείψει σήμερα, μπορεί να προέρχεται. 
- Τον κύριο Αργυρίου παρακαλώ. 
- Ο ίδιος.
- Κύριε Αργυρίου διάβασα την ανακοίνωση σας στην εφημερίδα, για το ταξίδι σ’ αυτό το κέντρο εκεί στην Ελβετία . Εκεί που σκοπεύετε να πάτε τους μαθητές. Εκεί που ανακάλυψαν – πρόκειται ν’ ανaκαλύψουν; - αυτό το πράγμα του Θεού ή κάπως έτσι. Να σας ρωτήσω κάτι ; Τι ακριβώς είναι αυτό το σωματίδιο; 
Ωχ! Η ερώτηση που πάντα φοβάται το ιερατείο . Η ερώτηση που μπορεί να απαντηθεί μόνο σε ειδικούς. Και που δεν πείθονται με τίποτα οι ‘απέξω’, ότι δεν υπάρχει τρόπος να καταλάβουν. Ότι είναι περίπου σαν να θέλουν να διαβάσουν Σαίξπηρ στο πρωτότυπο, χωρίς γνώση του αγγλικού αλφάβητου.
- Τι μας χρειάζεται όλο αυτό το πρόγραμμα; Σε τι θα μας εξυπηρετήσει αυτή η γνώση; Έχουν στήσει ένα κέντρο έρευνας για κάτι παντελώς άχρηστο. Κοστίζει δισεκατομμύρια για να μην πω τρισεκατομμύρια, την στιγμή που τα παιδάκια στην Αφρική πεθαίνουν από την πείνα και τις αρρώστιες. 
Ξανακοίταξα το ρολόι μου. Κοντεύει εννέα. Η ζέστη είναι ακόμα σε υποφερτά επίπεδα αλλά όχι για πολύ. Μα καλά στον ύπνο της μ’ έβλεπε; Άρπαξα την πάσα αποσιωπώντας το μέρος της ερώτησης που αναφερόταν στο επιστημονικό κομμάτι κι εστίασα στο εύκολο, δηλαδή στο οικονομικό. 
- Κυρία μου δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Ο προϋπολογισμός του CERN δεν είναι τρισεκατομμύρια. Και είναι ασήμαντος μπροστά στα εξοπλιστικά προγράμματα κάποιων χωρών συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας. 
- Ναι δεν είναι τρισεκατομμύρια ίσως υπερέβαλα, αλλά παραμένει ένα μεγάλο ποσό που θα μπορούσε να διατεθεί σε άλλους τομείς, παραδείγματος χάριν στην έρευνα για τον καρκίνο. 
- Μα το ένα δεν εμποδίζει το άλλο. Απάντησα προσέχοντας την λανθάνουσα καλλιέργεια που ένδειξη της ήταν εκείνο το σωστά ειπωμένο « …χάριν» 
- Το επιβεβλημένο είναι να γίνονται και τα δυο. Ποιος σας είπε ότι δεν γίνονται έρευνες για τον καρκίνο και για άλλα αντίστοιχα προβλήματα; Πείτε μου όμως με ποιαν μιλαω; Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής έχει αρχίσει να δημιουργεί εικόνα σαν ολόγραμμα μπροστά μου. Εβδομηντάρα, καλοστεκούμενη, αξιοπρεπής αστή, που ενημερώνεται απ’ τον ημερήσιο τύπο και ενδιαφέρεται για το καλό της ανθρωπότητας. Κάποια πρόσφατα προβλήματα υγείας συγγενικών της προσώπων έχουν αυξήσει την ευαισθησία της. 
- Κύριε Αργυρίου μπορεί να μην έχω σπουδάσει αλλά δεν είμαι αμόρφωτη. Φωτοπούλου λέγομαι. Βρέθηκα εδώ σε μια αίθουσα αναμονής και μια και είχα χρόνο σκέφτηκα να σας πάρω στο τηλέφωνο… Στις 9 το πρωί; Λίγο πριν μπω σε μια αίθουσα με μερικούς (και μερικές) 17ρηδες που καμία όρεξη δεν έχουν να ξυπνούν με την ανησυχία αν ο αρμονικός ταλαντωτής είναι απομονωμένο σύστημα ; Πρέπει να λύσω τα υπαρξιακά ερωτήματα μιας, απ’ ότι ακούγεται, υπερηλίκου κυρίας που βρήκε ευήκοον ους, θρονιάστηκε στο σαλονάκι του γιατρού της κι έχει όρεξη για ευπρόσωπη διαμάχη; 
- Κυρία μου η έρευνα στο CERN δεν είναι τόσο απλή ιστορία . Δεν πρόκειται μόνο για την ανεύρεση η μη, ενός καταραμένου φαντάσματος . Για να φτάσουν σ’ αυτό που έγινε ευρύτερα γνωστό, ασχολούνται χιλιάδες άνθρωποι κι έχει γίνει έρευνα σε πάρα πολλούς τομείς με σπουδαία αποτελέσματα. Όλη η δουλειά και οι ανακαλύψεις που γίνονται δεν έχουν εμπορικά κίνητρα. Είναι ελεύθερα προσβάσιμα σ’ όλους και προσφέρονται στην ανθρωπότητα δωρεάν . Το πρωτόκολλο www εκεί ανακαλύφθηκε και σήμερα έχει αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Το έργο του CERN είναι η καθαρή επιστήμη, η διερεύνηση θεμελιωδών ερωτημάτων για τη Φύση Τι είναι η ύλη; Από πού προέρχεται; Πως σχηματίζει άστρα, πλανήτες και ανθρώπινα όντα. Δεν φοβήθηκα τον στομφώδη «ρου» διότι ήξερα ενδόμυχα ότι και θα καταλάβαινε τι της έλεγα (λόγω ηλικίας θα είχε άνεση με τα καθαρευουσιάνικα) αλλά πιθανόν να κέρδιζα και τις εντυπώσεις. Ταυτόχρονα πήρα το ρίσκο με αυτό για «τα ανθρώπινα όντα» για να ελέγξω τη θρησκοληπτική της προσέγγιση. 
- Ναι κύριε Αργυρίου όλα αυτά καλά τα λέτε σεις οι επιστήμονες αλλά ο απλός κόσμος έχει άλλες έννοιες και δεν μπορεί ν’ αποδεχτεί την σπάταλη για μια έρευνα που δεν οδηγεί πουθενά. Σας μιλώ ειλικρινά, το συζητούσα προχθές με πολύ σοβαρούς επιστήμονες, γνωστούς ιατρούς . Τα ονόματα τους δεν σκοπεύω να τα αναφέρω διότι δεν παίζουν κανένα ρόλο , αλλά δεν είναι οι πρώτοι τυχόντες. Κι αυτοί είχαν την ίδια άποψη. Ότι δηλαδή πρόκειται για σπατάλη χρημάτων σε μια άνευ χρησιμότητας έρευνα…. 
Είχε πάρει φόρα. Αυτά που σκόπευε να πει θα τα άκουγα. Αλλά είχε αρχίσει να μ’ αρέσει. Η Όλγα που εν τω μεταξύ έχει κατάφτασες αέρινη, πλημμυρίζοντας τον χώρο εκείνο το θαλασσινής έμπνευσης άρωμα της μου κάνει νοήματα. Ναι ήθελα καφέ απάντησα στη νοηματική και την ξαπόστειλα, ώστε να μην μου χαλάσει την αντέγκληση που είχε αρχίσει να έχει ενδιαφέρον. Οι γιατροί θάπρεπε να μην μιλούν, σκέφτηκα. Χρησιμοποιούν τις ακτίνες Röntgen και τους μαγνητικούς τομογράφους γιατί κάποιοι μανιακοί της έρευνας κάθισαν κι ασχολήθηκαν με την ιδιοπεριστροφή των πρωτονίων και κάτι άλλα τέτοια περίεργα. Διέκοψα λίγο απότομα τον ανερμάτιστο μονόλογο στον οποίο είχε επιδοθεί αποφασίζοντας να επιτεθώ με επιχειρήματα που θα μετέφεραν σε άλλο γήπεδο την μπάλα. 
- Κυρία Φωτοπούλου, μ’ αυτή την λογική η μελέτη των αρχαίων κλασσικών μας είναι άχρηστη . Ήξερα ότι αυτό θα πόναγε. 
- Λογοτεχνία διαβάζετε; Κακώς, δεν χρησιμεύει σε τίποτα. 
- Δεν είναι το ίδιο. Η λογοτεχνία δεν κοστίζει.    Τόλμησε να ψελλίσει αλλά δεν την άφησα να πάρει ανάσα. 
- Κι όλες οι πανεπιστημιακές έδρες μελέτης της λογοτεχνίας δεν έχουν κόστος; Γιατί να μην διαθέσουμε όλα αυτά τα χρήματα σε άλλα κανάλια που θα ανακουφίσουν την ανθρωπότητα; 
Δεν περίμενα βέβαια ότι θα πάρω απάντηση. Η ηλικία και η κοινωνική κατάσταση που υπέθετα ότι έχει, έβαζαν τα γράμματα και τις τέχνες πολύ ψηλά στην κλίμακα των ανθρώπινων αξιών. Οτιδήποτε εναντίον τους ήταν από απλή βρισιά έως αμαρτία. Η Όλγα είχε αφήσει τον καφέ μπροστά μου και αφού με κοίταξε με απορία, μ’ άφησε να συνεχίσω, αλλά είχα ήδη κερδίσει στα σημεία. 
- Κύριε Αργυρίου δεν με πείθετε. Ότι και να μου πείτε, δεν μου αρκεί  Πέρασε από την διαλεκτική αντιπαράθεση στην δογματική αντιμετώπιση . 
- Να σας αφήσω τώρα …
Ένα περίεργο συναίσθημα με κυρίευσε. Δεν ήθελα να 'χω κερδίσει τόσο εύκολα σ’ αυτή την αντιπαράθεση και δεν ήξερα αν είχα κερδίσει. 
- Κυρία Φωτοπούλου νομίζω ότι αυτό το θέμα θα είχε ενδιαφέρον να γίνει αντικείμενο μιας ευρύτερης συζήτησης . Ίσως θάπρεπε να κανονίσουμε μια διάλεξη η κάτι αντίστοιχο με κάποιους ειδικούς… 
- Ναι βεβαίως, καλημέρα σας κύριε Αργυρίου . Με άφησε όσο απότομα είχε ξεκινήσει τη συζήτηση. Άπλωσα το χέρι για τον καφέ και ξανακοίταξα το ρολόι στον τοίχο Μόλις εννέα και τρία λεπτά. Κι όμως πίστευα ότι είχε περάσει ώρα πολλή. Η αίσθηση του κενού δεν με εγκατέλειπε. Δεν μου άρεσε το γεγονός ότι την είχα αποστομώσει. Γύρισα στην Όλγα, που αφήνοντας το γραφείο της είχε θρονιαστεί απέναντι μου, προσπαθώντας να δικαιολογηθώ. 
- Έχουν αποτρελαθεί;  Στις 9 το πρωί να συζητήσουμε για την κοινωνική αξία του σωματιδίου Higgs.Τι άλλο μας μέλλεται;

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΒΗΜΑ - Προτιμήστε τον μαυροπίνακα! - science

Στα σχολεία ο μαθησιακός πυρετός κορυφώνεται, καθώς το πρώτο τρίμηνο έχει φθάσει σχεδόν στο τέλος του. Οι επιδόσεις άρχισαν ήδη να δοκιμάζονται και να μοιράζονται οι πρώτοι βαθμοί. Και αν τα μαθητικά χρόνια φαντάζουν ξέγνοιαστα για τους μεγαλύτερους, για τα παιδιά ίσως και να μην είναι τόσο ρόδινα. Σε μια υπερσύγχρονη κοινωνία όπου καθημερινά οι μαθητές βομβαρδίζονται από τεχνολογικούς πειρασμούς και από συνεχείς προσθήκες στο ήδη βεβαρημένο πρόγραμμά τους, πώς μπορούν άραγε να βελτιώσουν τους βαθμούς τους και παράλληλα να «γυμνάσουν» τον εγκέφαλό τους ώστε να αφομοιώνει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις; Ο αυστριακός «γκουρού» της ψυχιατρικής και επικεφαλής της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Ουλμ δρ Μάνφρεντ Σπίτσερ βρέθηκε στην Ελλάδα με αφορμή τη διάλεξή του στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Αναπτύσσοντας τις δεξιότητες στο διάβασμα» που διοργάνωσε το Ιδρυμα Ευγενίδου και μας ταξίδεψε στα άδυτα του εγκεφάλου. Εκεί όπου πραγματοποιούνται οι διεργασίες τις οποίες ονομάζουμε μάθηση. {AR}...

ΤΟ ΒΗΜΑ - Προτιμήστε τον μαυροπίνακα! - science